- τριτοβάθμιος
- -α, -ο, Ν1. αυτός που κατέχει τον τρίτο βαθμό σε ιεραρχία ή κατάταξη2. αυτός που είναι τρίτου βαθμού («τριτοβάθμια εξίσωση»)3. φρ. «τριτοβάθμια εκπαίδευση» — η ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση, μετά τη δωδεκαετή πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -βάθμιος (< βαθμός), πρβλ. πρωτο-βάθμιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
Dictionary of Greek. 2013.